ἠπειρόθεν

ἠπειρόθεν
ἠπειρόθεν
from the mainland
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηπειρόθεν — ἠπειρόθεν (Α) επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. θεν] …   Dictionary of Greek

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”